ανιπτάμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανιπτάμενος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνιπτάμενος του ἀνίπταμαι < αρχαία ελληνική ἀναπέτομαι
- Μορφολογικά αναλύεται σε αν- (ανά) + ιπτάμενος.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.niˈpta.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νι‐πτά‐με‐νος
Μετοχή
επεξεργασίαανιπτάμενος, -η, -ο (μετοχή παθητικού ενεστώτα)
- (παρωχημένο, λόγιο) μετοχή ενεστώτα του παθητικού ρήματος ανίπταμαι: που πετάει προς τα πάνω
- → χρειάζεται παράθεμα με χρήση στα νέα ελληνικά
- ※ [καθαρεύουσα] Ἔπειτα ἀφοῦ αἱ ὁδοὶ τοῦ δημάρχου Ἀθηναίων, ἠραιωμέναι εἰς λεπτὴν κόνιν μετεωρίζονται ἀνιπτάμεναι ἐπὶ πτερύγων ἀνέμων εἰς τὰ ὕψη, διὰ τὶ τάχα νὰ μὴ καταβιβάσωμεν ἀμοιβαίως καὶ ἡμεῖς τὸν οὐρανὸν μὲ τοὺς ἀστέρας του ἐντὸς τοῦ βορβόρου τῶν ὁδῶν, ἐν ᾧ ἐπάνω-κάτω κυλιόμεθα καὶ λιπαινόμεθα ὅλοι, ἐξαιρέσει τῶν χοίρων καὶ τοῦ κυρίου ἐπὶ τῶν ἐσωτερικῶν, παρὰ τὰς ἀξιώσεις τῆς ὁμοιοπαθητικῆς τοῦ κ. Πύρλα, κραυγάζοντος similia similibus. (Κωνσταντίνος Σκόκος, «Ο αλάνθαστος και αψευδής Καζαμίας του 1886», στο Γελοιογραφικόν Ημερολόγιον του Έτους 1886)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανιπτάμενος
|