Δείτε επίσης: ἀνιπτάμενος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανιπτάμενος η ανιπτάμενη το ανιπτάμενο
      γενική του ανιπτάμενου της ανιπτάμενης του ανιπτάμενου
    αιτιατική τον ανιπτάμενο την ανιπτάμενη το ανιπτάμενο
     κλητική ανιπτάμενε ανιπτάμενη ανιπτάμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανιπτάμενοι οι ανιπτάμενες τα ανιπτάμενα
      γενική των ανιπτάμενων των ανιπτάμενων των ανιπτάμενων
    αιτιατική τους ανιπτάμενους τις ανιπτάμενες τα ανιπτάμενα
     κλητική ανιπτάμενοι ανιπτάμενες ανιπτάμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανιπτάμενος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνιπτάμενος του ἀνίπταμαι < αρχαία ελληνική ἀναπέτομαι
Μορφολογικά αναλύεται σε αν- (ανά) + ιπτάμενος.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.niˈpta.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νι‐πτά‐με‐νος

ανιπτάμενος, -η, -ο (μετοχή παθητικού ενεστώτα)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία