↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η αιματόχρους το αιματόχρουν
      γενική του/της αιματόχρου του αιματόχρου
    αιτιατική τον/την αιματόχρου το αιματόχρουν
     κλητική αιματόχρους* αιματόχρουν*
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αιματόχροες τα αιματόχροα
      γενική των αιματοχρόων των αιματοχρόων
    αιτιατική τους/τις αιματόχροες τα αιματόχροα
     κλητική αιματόχροες αιματόχροα
* Η κλητική πτώση, σπάνια.
Λόγια κλίση κατά την αρχαία κατάληξη -ους, συνηρημένου τύπου του -οος.
Κατηγορία όπως «βραδύνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αιματόχρους < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα αἱματόχρους < αρχαία ελληνική αἷμα, αἱματό- + -χρους, μορφολογικά αναλύεται ως αιματό- + -χρους

  Επίθετο

επεξεργασία

αιματόχρους, -ους, -ουν

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)