Δείτε επίσης: ἀντωπός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντωπός η αντωπή το αντωπό
      γενική του αντωπού της αντωπής του αντωπού
    αιτιατική τον αντωπό την αντωπή το αντωπό
     κλητική αντωπέ αντωπή αντωπό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντωποί οι αντωπές τα αντωπά
      γενική των αντωπών των αντωπών των αντωπών
    αιτιατική τους αντωπούς τις αντωπές τα αντωπά
     κλητική αντωποί αντωπές αντωπά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντωπός < αρχαία ελληνική ἀντωπός < ἀντί + ὤψ

  Επίθετο επεξεργασία

αντωπός, -ή/-ός, -ο

  1. (αρχαιοπρεπές) ανφάς προς τον παρατηρητή
  2. (αρχαιοπρεπές) αντικριστός (ο ένας προς τον άλλο)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία