εξουσιοφρενής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εξουσιοφρενής | η | εξουσιοφρενής | το | εξουσιοφρενές |
γενική | του | εξουσιοφρενούς* | της | εξουσιοφρενούς | του | εξουσιοφρενούς |
αιτιατική | τον | εξουσιοφρενή | την | εξουσιοφρενή | το | εξουσιοφρενές |
κλητική | εξουσιοφρενή(ς) | εξουσιοφρενής | εξουσιοφρενές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εξουσιοφρενείς | οι | εξουσιοφρενείς | τα | εξουσιοφρενή |
γενική | των | εξουσιοφρενών | των | εξουσιοφρενών | των | εξουσιοφρενών |
αιτιατική | τους | εξουσιοφρενείς | τις | εξουσιοφρενείς | τα | εξουσιοφρενή |
κλητική | εξουσιοφρενείς | εξουσιοφρενείς | εξουσιοφρενή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαεξουσιοφρενής
- (σπάνιο) (αρχαιοπρεπές) που έχει μανία με την εξουσία
- ※ Ο μακαρίτης δικτάτορας του Ιράκ παρουσιάζεται ως θαυμαστής του Αδόλφου Χίτλερ, ψυχωσικά μανιακός με τη βία, μάστορας των συνωμοσιών, φονέας μωρών, αθεράπευτος καταχραστής, βουτηγμένος στη χλιδή, εξουσιοφρενής, μοιραίος άνθρωπος για τον λαό του. (εφ. Το Βήμα, 25/11/2008)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εξουσιοφρενής
|