Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξουσιοφρενής η εξουσιοφρενής το εξουσιοφρενές
      γενική του εξουσιοφρενούς* της εξουσιοφρενούς του εξουσιοφρενούς
    αιτιατική τον εξουσιοφρενή την εξουσιοφρενή το εξουσιοφρενές
     κλητική εξουσιοφρενή(ς) εξουσιοφρενής εξουσιοφρενές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξουσιοφρενείς οι εξουσιοφρενείς τα εξουσιοφρενή
      γενική των εξουσιοφρενών των εξουσιοφρενών των εξουσιοφρενών
    αιτιατική τους εξουσιοφρενείς τις εξουσιοφρενείς τα εξουσιοφρενή
     κλητική εξουσιοφρενείς εξουσιοφρενείς εξουσιοφρενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξουσιοφρενής < εξουσία + -ο- + -φρενής

  Επίθετο επεξεργασία

εξουσιοφρενής

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία