Δείτε επίσης: ἄτρυτος, άτρυπος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άτρυτος η άτρυτη το άτρυτο
      γενική του άτρυτου της άτρυτης του άτρυτου
    αιτιατική τον άτρυτο την άτρυτη το άτρυτο
     κλητική άτρυτε άτρυτη άτρυτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άτρυτοι οι άτρυτες τα άτρυτα
      γενική των άτρυτων των άτρυτων των άτρυτων
    αιτιατική τους άτρυτους τις άτρυτες τα άτρυτα
     κλητική άτρυτοι άτρυτες άτρυτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άτρυτος < αρχαία ελληνική ἄτρυτος

  Επίθετο

επεξεργασία

άτρυτος, -η, -ο

  1. (αρχαιοπρεπές) ασταμάτητος, αδιάκοπος, συνεχής
  2. (αρχαιοπρεπές) αμείωτος, αδιάπτωτος


  Μεταφράσεις

επεξεργασία