Δείτε επίσης: ἀμείωτος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμείωτος η αμείωτη το αμείωτο
      γενική του αμείωτου της αμείωτης του αμείωτου
    αιτιατική τον αμείωτο την αμείωτη το αμείωτο
     κλητική αμείωτε αμείωτη αμείωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμείωτοι οι αμείωτες τα αμείωτα
      γενική των αμείωτων των αμείωτων των αμείωτων
    αιτιατική τους αμείωτους τις αμείωτες τα αμείωτα
     κλητική αμείωτοι αμείωτες αμείωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αμείωτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀμείωτος < ἀ- στερητικό + μειωτός (< μειόω / μειῶ < μείων + -τος)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈmi.o.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐μεί‐ω‐τος

  Επίθετο

επεξεργασία

αμείωτος, -η, -ο

  • που δεν έχει μειωθεί, δεν έχει ελαττωθεί
    ⮡  Παρακολούθησα ολόκληρο τον χθεσινό αγώνα ποδοσφαίρου με αμείωτο ενδιαφέρον.
    ⮡  Ύστερ' απ' αυτό, η συζήτηση άναψε για τα καλά και συνεχίστηκε μέχρι το τέλος με αμείωτη ένταση.

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη μείον

  Μεταφράσεις

επεξεργασία