Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαθυσεβάστως < βαθυ- + σεβαστός + -ως

  Επίρρημα επεξεργασία

βαθυσεβάστως

  Μεταφράσεις επεξεργασία