Δείτε επίσης: ἐπέκεινα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επέκεινα < αρχαία ελληνική ἐπέκεινα < ἐπ’ ἐκεῖνα (σε αντιδιαστολή με το ἐπί τάδε)

  Επίρρημα επεξεργασία

επέκεινα

  1. (αρχαιοπρεπές) μακριά, πέρα από χρονικό ή τοπικό σημείο
  2. (μεταφορικά) η μεταθανάτια ζωή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επέκεινα ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία