Δείτε επίσης: ἀσκελής

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασκελής η ασκελής το ασκελές
      γενική του ασκελούς* της ασκελούς του ασκελούς
    αιτιατική τον ασκελή την ασκελή το ασκελές
     κλητική ασκελή(ς) ασκελής ασκελές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασκελείς οι ασκελείς τα ασκελή
      γενική των ασκελών των ασκελών των ασκελών
    αιτιατική τους ασκελείς τις ασκελείς τα ασκελή
     κλητική ασκελείς ασκελείς ασκελή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασκελής < αρχαία ελληνική ἀσκελής < ἀ- + σκέλλω

  Επίθετο επεξεργασία

ασκελής, -ής, -ές

  1. (παρωχημένο) (κυριολεκτικά) που δεν έχει σκέλη
  2. (παρωχημένο) επίμονος, ξεροκέφαλος
  3. (αρχαιοπρεπές) (παρωχημένο) (η κύρια χρήση του) καταταλαιπωρημένος, κατακουρασμένος, όταν πέφτει κάποιος ξερός από την κούραση
     συνώνυμα: κατάξερος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία