Δείτε επίσης: ἀποσβεσθείς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.po.zveˈsθis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐σβε‐σθείς

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποσβεσθείς η αποσβεσθείσα το αποσβεσθέν
      γενική του αποσβεσθέντος
αποσβεσθέντα1
της αποσβεσθείσας
αποσβεσθείσης*
του αποσβεσθέντος
    αιτιατική τον αποσβεσθέντα την αποσβεσθείσα το αποσβεσθέν
     κλητική αποσβεσθείς αποσβεσθείσα αποσβεσθέν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποσβεσθέντες οι αποσβεσθείσες τα αποσβεσθέντα
      γενική των αποσβεσθέντων των αποσβεσθεισών των αποσβεσθέντων
    αιτιατική τους αποσβεσθέντες τις αποσβεσθείσες τα αποσβεσθέντα
     κλητική αποσβεσθέντες αποσβεσθείσες αποσβεσθέντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν
1 νεότερος τύπος
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «παρευρεθείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
αποσβεσθείς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποσβεσθείς, μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος ἀποσβέννυμι

  Μετοχή επεξεργασία

αποσβεσθείς, -είσα, -έν

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

αποσβεσθείς: τύπος

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αποσβεσθείς