Δείτε επίσης: ἄπους

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

άπους < αρχαία ελληνική ἄπους

  Επίθετο επεξεργασία

άπους, άπους, άπουν

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη πόδι

  Μεταφράσεις επεξεργασία