→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἄπους τὸ ἄπουν
      γενική τοῦ/τῆς ἄποδος τοῦ ἄποδος
      δοτική τῷ/τῇ ἄπόδ τῷ ἄποδ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἄποδ
ἄπουν
τὸ ἄπουν
     κλητική ! ἄπους ἄπουν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἄποδες τὰ ἄποδ
      γενική τῶν ἀπόδων τῶν ἀπόδων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἄποσῐ(ν) τοῖς ἄποσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἄποδᾰς τὰ ἄποδ
     κλητική ! ἄποδες ἄποδ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἄποδε τὼ ἄποδε
      γεν-δοτ τοῖν ἀπόδοιν τοῖν ἀπόδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ταχύπους' όπως «ταχύπους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄπους < ἄ- + πούς (χωρίς πόδια)

  Επίθετο

επεξεργασία

ἄπους

  • αυτός που δεν έχει πόδια
    ※ 4ος αιώνας π.Χ. Πλάτων Τίμαιος, 34α
    ἐπὶ δὲ τὴν περίοδον ταύτην ἅτ' οὐδὲν ποδῶν δέον ἀσκελὲς καὶ ἄπουν αὐτὸ ἐγέννησεν.