Ετυμολογία

επεξεργασία

διοπτεύω

  1. (αρχαιοπρεπές) παρατηρώ, εξετάζω
  2. (ναυτικός όρος) ρελεβάρω

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία