Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διοπτεύω < αρχαία ελληνική διοπτεύω

  Ρήμα επεξεργασία

διοπτεύω

  1. (αρχαιοπρεπές) παρατηρώ, εξετάζω
  2. (ναυτικός όρος) ρελεβάρω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία