επίβλημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επίβλημα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπίβλημα < αρχαία ελληνική ἐπιβάλλω με θέμα ἐπί- βλη- όπως στο βλῆμα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eˈpi.vli.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πί‐βλη‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπίβλημα ουδέτερο
- (σπάνιο, αρχαιοπρεπές): αυτό που είναι βαλμένο από πάνω, κάλυμμα
- → δείτε τις ελληνιστικές σημασίες στο ἐπίβλημα
- (ιδίως για αναφορά σε ρουχισμό) όπως για μεσαιωνικά ή αρχαία ιμάτια, χλαμύδες και άλλα εξωτερικά ενδύματα
- → χρειάζεται παράθεμα
- ※ Όπως στον ορισμό της λέξης «μεγαλογράμματος» του Μεσαιωνικού Λεξικού του Κριαρά
- (Προκ.[ειμένου] για ιμάτιο) που έχει μεγάλα επιβλήματα σε σχήμα γραμμάτων
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επίβλημα
|
Πηγές
επεξεργασία- ἐπίβλημα (κ[αι] νεώτ.) - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .