Δείτε επίσης: ἀρχολίπαρος

Ετυμολογία

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρχολίπαρος η αρχολίπαρη το αρχολίπαρο
      γενική του αρχολίπαρου της αρχολίπαρης του αρχολίπαρου
    αιτιατική τον αρχολίπαρο την αρχολίπαρη το αρχολίπαρο
     κλητική αρχολίπαρε αρχολίπαρη αρχολίπαρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρχολίπαροι οι αρχολίπαρες τα αρχολίπαρα
      γενική των αρχολίπαρων των αρχολίπαρων των αρχολίπαρων
    αιτιατική τους αρχολίπαρους τις αρχολίπαρες τα αρχολίπαρα
     κλητική αρχολίπαροι αρχολίπαρες αρχολίπαρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

αρχολίπαρος, -η, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. (ως ουσιαστικό) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)