αρχολίπαρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρχολίπαρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀρχολίπαρος (επίθετο) < (ἀρχή) ἀρχο- + λιπαρῶ (επιθυμώ, επιζητώ)
- και ουσιαστικοποιημένο αρσενικό [1]
Επίθετο
επεξεργασίααρχολίπαρος, -η, -ο
- (αρχαιοπρεπές) που επιθυμεί και επιδιώκει αξιώματα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αρχολίπαρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρχολίπαρος αρσενικό
- (αρχαιοπρεπές) αυτός που είναι αρχολίπαρος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ (ως ουσιαστικό) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)