↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σπουδαρχίδης οι σπουδαρχίδες
      γενική του σπουδαρχίδη των σπουδαρχιδών
    αιτιατική τον σπουδαρχίδη τους σπουδαρχίδες
     κλητική σπουδαρχίδη σπουδαρχίδες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπουδαρχίδης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σπουδαρχίδης < σπουδάρχης < σπουδή + ἄρχω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπουδαρχίδης αρσενικό [1]

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σπουδαρχίδης οἱ σπουδαρχίδαι
      γενική τοῦ σπουδαρχίδου τῶν σπουδαρχιδῶν
      δοτική τῷ σπουδαρχίδ τοῖς σπουδαρχίδαις
    αιτιατική τὸν σπουδαρχίδην τοὺς σπουδαρχίδᾱς
     κλητική ! σπουδαρχίδη σπουδαρχίδαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σπουδαρχίδ
γεν-δοτ τοῖν  σπουδαρχίδαιν
1η κλίση, ομάδα 'Ἀτρείδης', Κατηγορία 'Κρονίδης' όπως «Κρονίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπουδαρχίδης < σπουδαρχ(ίας) + -ίδης < αρχαία ελληνική σπουδάρχης < σπουδ(ή) (βιασύνη) + -άρχης < ἀρχ(ή) (αξίωμα)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπουδαρχίδης αρσενικό

  • (κωμικό πατρωνυμικό του σπουδαρχίας) ο γιος εκείνου που επιζητεί αξιώματα και θέσεις, νεαρός θεσιθήρας
    ※  ὅστις; πολίτης χρηστός, οὐ σπουδαρχίδης, / ἀλλ᾽ ἐξ ὅτου περ ὁ πόλεμος, στρατωνίδης, / σὺ δ᾽ ἐξ ὅτου περ ὁ πόλεμος, μισθαρχίδης (Ἀριστοφάνης, Ἀχαρνῆς, στίχοι 595‑597, @perseus.tufts.edu)