Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρχολιπαρία οι αρχολιπαρίες
      γενική της αρχολιπαρίας των αρχολιπαριών
    αιτιατική την αρχολιπαρία τις αρχολιπαρίες
     κλητική αρχολιπαρία αρχολιπαρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρχολιπαρία < αρχολίπαρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρχολιπαρία θηλυκό

  • Η προσκόλληση στους άρχοντες για προσωπικό όφελος

  Μεταφράσεις επεξεργασία