↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρχολιπαρία οι αρχολιπαρίες
      γενική της αρχολιπαρίας των αρχολιπαριών
    αιτιατική την αρχολιπαρία τις αρχολιπαρίες
     κλητική αρχολιπαρία αρχολιπαρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αρχολιπαρία < αρχολίπαρος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αρχολιπαρία θηλυκό

  • Η προσκόλληση στους άρχοντες για προσωπικό όφελος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία