αρχολιπαρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- αρχολιπαρία < αρχολίπαρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρχολιπαρία θηλυκό
- Η προσκόλληση στους άρχοντες για προσωπικό όφελος
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρχολιπαρία
|
αρχολιπαρία θηλυκό
|