αργών
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αργών < αρχαία ελληνική ἀργῶν, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἀργέω / ἀργῶ
Μετοχή
επεξεργασίααργών, αργούσα, αργούν
- (αρχαιοπρεπές) που αργεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία αργών
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααργών
- γενική πληθυντικού του αργός
- γενική πληθυντικού του αργή
- γενική πληθυντικού του αργό