Δείτε επίσης: ἑκάτερος
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική      εκάτερος      εκάτερη
& εκατέρα
     εκάτερο
      γενική εκάτερου εκάτερης εκάτερου
    αιτιατική εκάτερο εκάτερη εκάτερο
     κλητική
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική      εκάτεροι      εκάτερες      εκάτερα
      γενική εκάτερων εκάτερων εκάτερων
    αιτιατική εκάτερους εκάτερες εκάτερα
     κλητική
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Αντωνυμίες

Ετυμολογία

επεξεργασία
εκάτερος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἑκάτερος, ἑκατέρα, ἑκάτερον < ἕκαστος + -τερος  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   < *ἕκαστις < ἑκάς + τίς (κάποιος) < +‎ -κᾰ́ς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *swé

εκάτερος, εκάτερη/εκατέρα, εκάτερο(ν) (επιμεριστική αντωνυμία από τα αρχαία ελληνικά)

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία