γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική      ἑκάτερος      ἑκατέρ      ἑκάτερον
      γενική ἑκατέρου ἑκατέρᾱς ἑκατέρου
      δοτική ἑκατέρ ἑκατέρ ἑκατέρ
    αιτιατική ἑκάτερον ἑκατέρᾱν ἑκάτερον
     κλητική !
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική      ἑκάτεροι      ἑκάτεραι      ἑκάτερ
      γενική ἑκατέρων ἑκατέρων ἑκατέρων
      δοτική ἑκατέροις ἑκατέραις ἑκατέροις
    αιτιατική ἑκατέρους ἑκατέρᾱς ἑκάτερ
     κλητική !
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ      ἑκατέρω      ἑκατέρ      ἑκατέρω
      γεν-δοτ ἑκατέροιν ἑκατέραιν ἑκατέροιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' - Παράρτημα#Αντωνυμίες

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἑκάτερος < λείπει η ετυμολογία

  Αντωνυμία

επεξεργασία

ἑκάτερος, -α, -ον

Δείτε επίσης

επεξεργασία