ενωτίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενωτίζομαι < (ελληνιστική κοινή) ἐνωτίζομαι < αρχαία ελληνική οὖς
Ρήμα
επεξεργασίαενωτίζομαι
- (αρχαιοπρεπές) ακούω με πολύ μεγάλη προσοχή κρέμομαι από τα χείλη κάποιου, ακούω κάποιον με μεγάλο ενδιαφέρον
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ενωτίζομαι | ενωτιζόμουν(α) | θα ενωτίζομαι | να ενωτίζομαι | ||
β' ενικ. | ενωτίζεσαι | ενωτιζόσουν(α) | θα ενωτίζεσαι | να ενωτίζεσαι | (ενωτίζου) | |
γ' ενικ. | ενωτίζεται | ενωτιζόταν(ε) | θα ενωτίζεται | να ενωτίζεται | ||
α' πληθ. | ενωτιζόμαστε | ενωτιζόμαστε ενωτιζόμασταν |
θα ενωτιζόμαστε | να ενωτιζόμαστε | ||
β' πληθ. | ενωτίζεστε | ενωτιζόσαστε ενωτιζόσασταν |
θα ενωτίζεστε | να ενωτίζεστε | (ενωτίζεστε) | |
γ' πληθ. | ενωτίζονται | ενωτίζονταν ενωτιζόντουσαν |
θα ενωτίζονται | να ενωτίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ενωτίστηκα | θα ενωτιστώ | να ενωτιστώ | ενωτιστεί | ||
β' ενικ. | ενωτίστηκες | θα ενωτιστείς | να ενωτιστείς | ενωτίσου | ||
γ' ενικ. | ενωτίστηκε | θα ενωτιστεί | να ενωτιστεί | |||
α' πληθ. | ενωτιστήκαμε | θα ενωτιστούμε | να ενωτιστούμε | |||
β' πληθ. | ενωτιστήκατε | θα ενωτιστείτε | να ενωτιστείτε | ενωτιστείτε | ||
γ' πληθ. | ενωτίστηκαν ενωτιστήκαν(ε) |
θα ενωτιστούν(ε) | να ενωτιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ενωτιστεί | είχα ενωτιστεί | θα έχω ενωτιστεί | να έχω ενωτιστεί | ενωτισμένος | |
β' ενικ. | έχεις ενωτιστεί | είχες ενωτιστεί | θα έχεις ενωτιστεί | να έχεις ενωτιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ενωτιστεί | είχε ενωτιστεί | θα έχει ενωτιστεί | να έχει ενωτιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ενωτιστεί | είχαμε ενωτιστεί | θα έχουμε ενωτιστεί | να έχουμε ενωτιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ενωτιστεί | είχατε ενωτιστεί | θα έχετε ενωτιστεί | να έχετε ενωτιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ενωτιστεί | είχαν ενωτιστεί | θα έχουν ενωτιστεί | να έχουν ενωτιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ενωτίζομαι
|