Δείτε επίσης: ἐνωτίζομαι

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ενωτίζομαι < (ελληνιστική κοινήἐνωτίζομαι < αρχαία ελληνική οὖς

ενωτίζομαι

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία