Ετυμολογία

επεξεργασία
αυτονυκτί < μεταγενέστερη παραλλαγή του αρχαίου αὐτονυχί/αὐτονυχεί (την ίδια νύχτα) αὐτο- + νυχί/-νυχεί < νύξ[1]  δείτε 
λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυτονυκτί

Επίρρημα

επεξεργασία

αυτονυκτί

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)