βουλιμιώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βουλιμιώ < αρχαία ελληνική βουλιμιάω / βουλιμιῶ
Ρήμα επεξεργασία
βουλιμιώ
- (αρχαιοπρεπές) πάσχω από βουλιμία, είμαι βουλιμικός
Μεταφράσεις επεξεργασία
βουλιμιώ
|
Δείτε επίσης : βουλιμιῶ |
βουλιμιώ
|