δύσνους
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | δύσνους | το | δύσνουν | ||
γενική | του/της | δύσνου | του | δύσνου | ||
αιτιατική | τον/τη | δύσνου | το | δύσνουν | ||
κλητική | δύσνους* | δύσνουν* | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | δύσνοες | τα | δύσνοα | ||
γενική | των | δυσνόων | των | δυσνόων | ||
αιτιατική | τους/τις | δύσνοες | τα | δύσνοα | ||
κλητική | δύσνοες | δύσνοα | ||||
* Η κλητική πτώση, σπάνια. Λόγια κλίση κατά την αρχαία κατάληξη -ους, συνηρημένου τύπου του -οος. | ||||||
Κατηγορία όπως «βραδύνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δύσνους < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δύσνους συνηρημένος τύπος του δύσνοος < δυσ- + νόος / νοῦς
Επίθετο
επεξεργασίαδύσνους, -ους, -ουν
Μεταφράσεις
επεξεργασία δύσνους
|