διατρίβω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διατρίβω < (αρχαιοπρεπές) αρχαία ελληνική διατρίβω < διά + τρίβω
Ρήμα
επεξεργασίαδιατρίβω
- (αρχαιοπρεπές) κατοικώ, διαμένω
- (αρχαιοπρεπές) σπαταλώ το χρόνο που διαθέτω, περνάω την ώρα μου, χρονοτριβώ
- ασχολούμαι ιδιαίτερα ή μεθοδικά με κάτι