πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βλαψίφρων η βλαψίφρων το βλαψίφρον
      γενική του βλαψίφρονος της βλαψίφρονος του βλαψίφρονος
    αιτιατική τον βλαψίφρονα τη βλαψίφρονα το βλαψίφρον
     κλητική βλαψίφρων βλαψίφρων βλαψίφρον
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βλαψίφρονες οι βλαψίφρονες τα βλαψίφρονα
      γενική των βλαψιφρόνων των βλαψιφρόνων των βλαψιφρόνων
    αιτιατική τους βλαψίφρονες τις βλαψίφρονες τα βλαψίφρονα
     κλητική βλαψίφρονες βλαψίφρονες βλαψίφρονα
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «αιδήμων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

βλαψίφρων, -ων, -ον

  1. (αρχαιοπρεπές) φρενοβλαβής
  2. (αρχαιοπρεπές) που προκαλεί φρενοβλάβεια

Μεταφράσεις

επεξεργασία



 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
βλαψῐφρον-
ονομαστική / βλαψίφρων τὸ βλαψίφρον
      γενική τοῦ/τῆς βλαψίφρονος τοῦ βλαψίφρονος
      δοτική τῷ/τῇ βλαψίφρον τῷ βλαψίφρον
    αιτιατική τὸν/τὴν βλαψίφρον τὸ βλαψίφρον
     κλητική ! βλαψίφρον βλαψίφρον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ βλαψίφρονες τὰ βλαψίφρον
      γενική τῶν βλαψιφρόνων τῶν βλαψιφρόνων
      δοτική τοῖς/ταῖς βλαψίφροσῐ(ν) τοῖς βλαψίφροσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς βλαψίφρονᾰς τὰ βλαψίφρον
     κλητική ! βλαψίφρονες βλαψίφρον
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ βλαψίφρονε τὼ βλαψίφρονε
      γεν-δοτ τοῖν βλαψιφρόνοιν τοῖν βλαψιφρόνοιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
3η κλίση, ομάδα 'σώφρων', Κατηγορία 'σώφρων' όπως «ἔμφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
βλαψίφρων < βλάψις, από ... + -φρων  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

βλαψίφρων, -ων, -ον

  1. που σε τρελαίνει
  2. φρενοβλαβής