Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βλαψίφρων η βλαψίφρων το βλαψίφρον
      γενική του βλαψίφρονος της βλαψίφρονος του βλαψίφρονος
    αιτιατική τον βλαψίφρονα τη βλαψίφρονα το βλαψίφρον
     κλητική βλαψίφρων βλαψίφρων βλαψίφρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βλαψίφρονες οι βλαψίφρονες τα βλαψίφρονα
      γενική των βλαψιφρόνων των βλαψιφρόνων των βλαψιφρόνων
    αιτιατική τους βλαψίφρονες τις βλαψίφρονες τα βλαψίφρονα
     κλητική βλαψίφρονες βλαψίφρονες βλαψίφρονα
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «αιδήμων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βλαψίφρων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βλαψίφρων

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vlaˈpsi.fɾon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βλα‐ψί‐φρων

  Επίθετο επεξεργασία

βλαψίφρων, -ων, -ον

  1. (αρχαιοπρεπές) φρενοβλαβής
  2. (αρχαιοπρεπές) που προκαλεί φρενοβλάβεια

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
βλαψῐφρον-
ονομαστική / βλαψίφρων τὸ βλαψίφρον
      γενική τοῦ/τῆς βλαψίφρονος τοῦ βλαψίφρονος
      δοτική τῷ/τῇ βλαψίφρον τῷ βλαψίφρον
    αιτιατική τὸν/τὴν βλαψίφρον τὸ βλαψίφρον
     κλητική ! βλαψίφρον βλαψίφρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ βλαψίφρονες τὰ βλαψίφρον
      γενική τῶν βλαψιφρόνων τῶν βλαψιφρόνων
      δοτική τοῖς/ταῖς βλαψίφροσῐ(ν) τοῖς βλαψίφροσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς βλαψίφρονᾰς τὰ βλαψίφρον
     κλητική ! βλαψίφρονες βλαψίφρον
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ βλαψίφρονε τὼ βλαψίφρονε
      γεν-δοτ τοῖν βλαψιφρόνοιν τοῖν βλαψιφρόνοιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
3η κλίση, ομάδα 'σώφρων', Κατηγορία 'σώφρων' όπως «ἔμφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βλαψίφρων < βλάψις, από ... + -φρων • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο επεξεργασία

βλαψίφρων, -ων, -ον

  1. που σε τρελαίνει
  2. φρενοβλαβής

  Πηγές επεξεργασία