Δείτε επίσης: ἐκρηγνυόμενος, ἐκρηγνύμενος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκρηγνυόμενος η εκρηγνυόμενη το εκρηγνυόμενο
      γενική του εκρηγνυόμενου της εκρηγνυόμενης του εκρηγνυόμενου
    αιτιατική τον εκρηγνυόμενο την εκρηγνυόμενη το εκρηγνυόμενο
     κλητική εκρηγνυόμενε εκρηγνυόμενη εκρηγνυόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκρηγνυόμενοι οι εκρηγνυόμενες τα εκρηγνυόμενα
      γενική των εκρηγνυόμενων των εκρηγνυόμενων των εκρηγνυόμενων
    αιτιατική τους εκρηγνυόμενους τις εκρηγνυόμενες τα εκρηγνυόμενα
     κλητική εκρηγνυόμενοι εκρηγνυόμενες εκρηγνυόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εκρηγνυόμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκρηγνυόμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος ἐκρηγνύω («αφήνω να αναβλύσει»). Δείτε και ἐκρήγνυμι

εκρηγνυόμενος

Δείτε επίσης

επεξεργασία