εκρηγνυόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκρηγνυόμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκρηγνυόμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος ἐκρηγνύω («αφήνω να αναβλύσει»). Δείτε και ἐκρήγνυμι
Μετοχή
επεξεργασίαεκρηγνυόμενος
- (αρχαιοπρεπές) μονοτονική γραφή της λέξης ἐκρηγνυόμενος, αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση έκρηξης
- ⮡ τα εκρηγνυόμενα ηφαίστεια αναβλύζουν ή εκτοξεύουν λάβα
Δείτε επίσης
επεξεργασία- ἐκρηγνύμενος (αρχαία ελληνικά, μετοχή του ἐκρήγνυμι)