ενώπιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | ενώπιος | ενώπια | ενώπιο |
γενική | ενώπιου
(ενωπίου) |
ενώπιας
(ενωπίας) |
ενώπιου
(ενωπίου) |
αιτιατική | ενώπιο | ενώπια | ενώπιο |
κλητική | ενώπιε | ενώπια | ενώπιο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | ενώπιοι | ενώπιες | ενώπια |
γενική | ενώπιων
(ενωπίων) |
ενώπιων
(ενωπίων) |
ενώπιων
(ενωπίων) |
αιτιατική | ενώπιους | ενώπιες | ενώπια |
κλητική | ενώπιοι | ενώπιες | ενώπια |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ενώπιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐνώπιος (μπροστινός)
Επίθετο
επεξεργασίαενώπιος, -α, -ο
- (αρχαιοπρεπές) που είναι μπροστά, στην έκφραση
- ενώπιος ενωπίω: ο ένας μπροστά και απέναντι απ' τον άλλο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ενώπιος
|