Δείτε επίσης: Ἕλλην

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Έλλην: αρχαία ελληνική Ἕλλην

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Έλλην αρσενικό

  1. (παρωχημένο, αρχαιοπρεπές) ο Έλληνας όπως στα αρχαία ελληνικά
  2. (ελληνική μυθολογία) ο Έλληνας, γιος του Δευκαλίωνα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία