δράχνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δράχνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δράχνω < αρχαία ελληνική δράττομαι < πρωτοελληνική *dr̥kʰ
Ρήμα επεξεργασία
δράχνω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δράχνω
|