δέμας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δέμας < αρχαία ελληνική δέμας < δέμω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *demh₂- (χτίζω)
Ουσιαστικό επεξεργασία
δέμας ουδέτερο
- (αρχαιοπρεπές) το σώμα
- ↪ μικρός το δέμας (μικρόσωμος)
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘ Ευριπίδης, Ἱππόλυτος, 198
- αἴρετέ μου δέμας, ὀρθοῦτε κάρα·
- Το κορμί μου κρατάτε! Κι απάνου το κεφάλι μου ορθώστε
- Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης @greek‑language.gr
- αἴρετέ μου δέμας, ὀρθοῦτε κάρα·
Μεταφράσεις επεξεργασία
δέμας
|