εμπτύω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εμπτύω (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐμπτύω (φτύνω μέσα σε, φτύνω σε ένδειξη αποστροφής) < ἐν + πτύω. Συγχρονικά αναλύεται σε (εν-) εμ- + πτύω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /emˈpti.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εμ‐πτύ‐ω
Ρήμα επεξεργασία
εμπτύω
- (σπάνιο, αρχαιοπρεπές) φτύνω ως ένδειξη αποστροφής
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη πτύω
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .