έγχυμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | έγχυμος | η | έγχυμη | το | έγχυμο |
γενική | του | έγχυμου | της | έγχυμης | του | έγχυμου |
αιτιατική | τον | έγχυμο | την | έγχυμη | το | έγχυμο |
κλητική | έγχυμε | έγχυμη | έγχυμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | έγχυμοι | οι | έγχυμες | τα | έγχυμα |
γενική | των | έγχυμων | των | έγχυμων | των | έγχυμων |
αιτιατική | τους | έγχυμους | τις | έγχυμες | τα | έγχυμα |
κλητική | έγχυμοι | έγχυμες | έγχυμα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- έγχυμος < αρχαία ελληνική ἔγχυμος
Επίθετο επεξεργασία
έγχυμος
Μεταφράσεις επεξεργασία
έγχυμος
|