γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ποιήσᾱς ποιήσᾱσ τὸ ποιῆσᾰν
      γενική τοῦ ποιήσᾰντος τῆς ποιησᾱ́σης τοῦ ποιήσᾰντος
      δοτική τῷ ποιήσᾰντ τῇ ποιησᾱ́σ τῷ ποιήσᾰντ
    αιτιατική τὸν ποιήσᾰντ τὴν ποιήσᾱσᾰν τὸ ποιῆσᾰν
     κλητική ! ποιήσᾱς ποιήσᾱσ ποιῆσᾰν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ποιήσᾰντες αἱ ποιήσᾱσαι τὰ ποιήσᾰντ
      γενική τῶν ποιησᾰ́ντων τῶν ποιησᾱσῶν τῶν ποιησᾰ́ντων
      δοτική τοῖς ποιήσᾱσῐ(ν) ταῖς ποιησᾱ́σαις τοῖς ποιήσᾱσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς ποιήσᾰντᾰς τὰς ποιησᾱ́σᾱς τὰ ποιήσᾰντ
     κλητική ! ποιήσᾰντες ποιήσᾱσαι ποιήσᾰντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ποιήσᾰντε τὼ ποιησᾱ́σ τὼ ποιήσᾰντε
      γεν-δοτ τοῖν ποιήσᾰ́ντοιν τοῖν ποιησᾱ́σαιν τοῖν ποιησᾰ́ντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύσας' όπως «νικήσας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ποιήσας, -ασα, -αν