urządzenie
Πολωνικά (pl) Επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | urządzenie | urządzenia |
γενική | urządzenia | urządzeń |
δοτική | urządzeniu | urządzeniom |
αιτιατική | urządzenie | urządzenia |
οργανική | urządzeniem | urządzeniami |
τοπική | urządzeniu | urządzeniach |
κλητική | urządzenie | urządzenia |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- urządzenie < urządzić
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
urządzenie (pl) ουδέτερο
- συσκευή, μηχάνημα
- Συνώνυμα
- aparat
- διευθέτηση