Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική urządzenie urządzenia
γενική urządzenia urządzeń
δοτική urządzeniu urządzeniom
αιτιατική urządzenie urządzenia
οργανική urządzeniem urządzeniami
τοπική urządzeniu urządzeniach
κλητική urządzenie urządzenia

  Ετυμολογία επεξεργασία

urządzenie < urządzić

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˌuʒɔ̃nˈd͡z̑ɛ̃ɲɛ/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

urządzenie (pl) ουδέτερο

  1. συσκευή, μηχάνημα
     συνώνυμα:
    aparat
  2. διευθέτηση