Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ταχύνω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ταχύνω
<
αρχαία ελληνική
ταχύνω
<
ταχύς
Ρήμα
επεξεργασία
ταχύνω
αυξάνω
την
ταχύτητα
από κάτι, το
κάνω
πιο
ταχύ
/
γρήγορο
Αντώνυμα
επεξεργασία
βραδύνω
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
ταχύς
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ταχύνω
αγγλικά
:
quicken
(en)
γαλλικά
:
accélérer
(fr)