επιταχυνόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- επιταχυνόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα επιταχύνομαι
Μετοχή
επεξεργασία
επιταχυνόμενος, -η, -ο
- που βρίσκεται σε επιτάχυνση, που επιταχύνεται
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επιταχυνόμενος
|