γκαλερίστας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γκαλερίστας < (άμεσο δάνειο) ιταλική gallerista < galleria + -ista
Ουσιαστικό επεξεργασία
γκαλερίστας αρσενικό (θηλυκό γκαλερίστα)
- (επάγγελμα) ο ιδιοκτήτης μιας γκαλερί
γκαλερίστας αρσενικό (θηλυκό γκαλερίστα)