cientista
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- cientista < (άμεσο δάνειο) αγγλική scientist < λατινική scientia
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcientista (pt) αρσενικό ή θηλυκό (πληθυντικός cientistas)
- ο επιστήμονας, η επιστήμονας
cientista (pt) αρσενικό ή θηλυκό (πληθυντικός cientistas)