επιστημόνισσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιστημόνισσα < επιστήμονας + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό επεξεργασία
επιστημόνισσα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη επιστήμονας
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιστημόνισσα
|
επιστημόνισσα θηλυκό
|