puériculture
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
puériculture < λατινική puer + -culture
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɥe.ʁi.kyl.tyʁ/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
puériculture | puéricultures |
puériculture (fr) θηλυκό
puériculture < λατινική puer + -culture
ενικός | πληθυντικός |
puériculture | puéricultures |
puériculture (fr) θηλυκό