cultural
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαcultural (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cultural | culturaux |
θηλυκό | culturale | culturales |
Επίθετο
επεξεργασίαcultural (fr)
- καλλιεργητικός, γεωργικός
- les méthodes culturales du Néolithique - οι καλλιεργητικές μέθοδοι της Νεολιθικής εποχής