πολιτιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολιτιστικός < πολιτισ(μός) + -τικός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική cultural.[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /po.li.ti.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λι‐τι‐στι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
πολιτιστικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με τον πολιτισμό
- που συμβάλλει στην ανάπτυξη του πολιτισμού
- ↪ πολιτιστικές εκδηλώσεις
- ≈ συνώνυμα: εκπολιτιστικός
Παράγωγα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη πολίτης
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολιτιστικός
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ πολιτιστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας