εκπολιτιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκπολιτιστικός < εκπολιτίζω + -τικός
Επίθετο
επεξεργασίαεκπολιτιστικός
- που εκπολιτίζει, που συμβάλλει στον εκπολιτισμό ή τον έχει ως στόχο
Συγγενικά
επεξεργασία- εκπολιτιστικά
- → δείτε τις λέξεις εκπολιτίζω, πολίτης και πόλη