Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκπολιτίζω < εκ- + πολιτ(ισμός) + -ίζω, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική civiliser[1] (μαρτυρείται από το 1856)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ek.po.liˈti.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκ‐πο‐λι‐τί‐ζω

εκπολιτίζω , πρτ.: εκπολίτιζα, στ.μέλλ.: θα εκπολιτίσω, αόρ.: εκπολίτισα, παθ.φωνή: εκπολιτίζομαι, μτχ.π.π.: εκπολιτισμένος

  1. μεταφέρω τα επιτεύγματα ενός (θεωρούμενου) πιο ανεπτυγμένου πολιτισμού σε έναν λαό που θεωρείται απολίτιστος ή καθυστερημένος
  2. μετατρέπω κάποιον άγριο σε πολιτισμένο

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία