Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκπολιτισμένος η εκπολιτισμένη το εκπολιτισμένο
      γενική του εκπολιτισμένου της εκπολιτισμένης του εκπολιτισμένου
    αιτιατική τον εκπολιτισμένο την εκπολιτισμένη το εκπολιτισμένο
     κλητική εκπολιτισμένε εκπολιτισμένη εκπολιτισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκπολιτισμένοι οι εκπολιτισμένες τα εκπολιτισμένα
      γενική των εκπολιτισμένων των εκπολιτισμένων των εκπολιτισμένων
    αιτιατική τους εκπολιτισμένους τις εκπολιτισμένες τα εκπολιτισμένα
     κλητική εκπολιτισμένοι εκπολιτισμένες εκπολιτισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκπολιτισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκπολιτίζω

  Μετοχή επεξεργασία

εκπολιτισμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη εκπολιτίζω

  Μεταφράσεις επεξεργασία