εκπολιτισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκπολιτισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκπολιτίζω
Μετοχή επεξεργασία
εκπολιτισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη εκπολιτίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκπολιτισμένος
|
εκπολιτισμένος, -η, -ο
|