εκπολιτισμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαεκπολιτισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του εκπολιτισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του εκπολιτισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του εκπολιτισμένος