↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πολυπολιτισμός οι πολυπολιτισμοί
      γενική του πολυπολιτισμού των πολυπολιτισμών
    αιτιατική τον πολυπολιτισμό τους πολυπολιτισμούς
     κλητική πολυπολιτισμέ πολυπολιτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολυπολιτισμός < πολυ- + πολιτισμικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική multiculturalism)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πολυπολιτισμός αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία