Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυπολιτισμικότητα οι πολυπολιτισμικότητες
      γενική της πολυπολιτισμικότητας των πολυπολιτισμικοτήτων
    αιτιατική την πολυπολιτισμικότητα τις πολυπολιτισμικότητες
     κλητική πολυπολιτισμικότητα πολυπολιτισμικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυπολιτισμικότητα < πολυπολιτισμικός + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική multiculturalism)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /po.li.po.li.ti.zmiˈko.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐λυ‐πο‐λι‐τι‐σμι‐κό‐τη‐τα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολυπολιτισμικότητα θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία