ενικός         πληθυντικός  
civilisation civilisations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

civilisation (en)

  • (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, βρετανική γραφή) ο πολιτισμός, μια κοινωνία και ο τρόπος ζωής της σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο ή σε ένα συγκεκριμένο μέρος του κόσμου
    ⮡  We learned about Greek civilisation at school.
    Μάθαμε για τον ελληνικό πολιτισμό στο σχολείο.
    ⮡  The arts were an important part of ancient civilisations.
    Οι τέχνες ήταν σημαντικό μέρος των αρχαίων πολιτισμών.

Άλλες μορφές

επεξεργασία